-
1 πέταλον
πέτᾰλον, τό, poet. dat. pl. πέταλσι as well as πετάλοις, Poet. in An. Ox.1.121, cj. in Simon.10 ; also [full] πέτηλον, first in Hes.Sc. 289, Fr.96.87: ([etym.] πετάννυμι):—A leaf, mostly pl., Il.2.312, Od.19.520, Hes.Op. 486, 680, Alcm.39, Alc.39, E.Hel. 244 (lyr.), etc.; εὐδαιμονίας πέταλον, of the Olympian wreath of wild olive, B.5.186; ἁβρά τε λειμώνων π. flowers, AP7.23 (Antip. Sid.): rare in Prose, X.An.5.4.12, Cyn.9.15 ; used in divination, Phld.D.1.25: sg. in Ael.VH5.16 ; poet., νεικέων πέταλα contentious votes (cf. πεταλισμός), Pi.I.8(7).46 ; Ὠκεανοῦ πέταλα, of springs, Id.Fr. 326.II leaf of metal,χρυσίων πέταλα IG12.374.283
; πέταλα χρυσᾶ ib.22.1394.5 ;π. χρυσίῳ ἐπίτηκτα Inscr.Délos 442
B 138(ii B. C.), cf. Dsc.5.79, Luc.Philops.19 ; used for gilding the horns of victims, IG22.1635.36: sg.,π. χρυσοῦν LXX Ex. 28.32(36)
; π. πύρινα, of the stars, Placit.2.14.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέταλον
См. также в других словарях:
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek